Η Παππά (2006), αναφερόμενη στη δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης ή της αντανακλαστικής ακοής, επισημαίνει ότι συνίσταται στην αντανάκλαση του περιεχομένου και των συναισθημάτων που εκπέμπει το άλλο πρόσωπο. Είναι η δεξιότητα που αποδεικνύει έμπρακτα στον άλλο ότι τον ακούν, ότι τον αποδέχονται και ότι τον αγαπούν. Η συγκεκριμένη δεξιότητα εφαρμόζεται ιδιαίτερα όταν το παιδί έχει ένα πρόβλημα (όχι ο γονιός) και το παρουσιάζει στο γονέα του για να το βοηθήσει στην επίλυσή του (για αυτό είναι σημαντικό να έχει προηγηθεί η αναζήτηση και ο προσδιορισμός του ποιος έχει το πρόβλημα).
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρεται από την ίδια (Παππά, 2006, σ. 169), προκειμένου η δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης να γίνει περισσότερο κατανοητή: «ένα παιδί επιστρέφει κλαίγοντας στο σπίτι και λέει στο γονιό του: <Ο Γιάννης με είπε άσχημο>. Και ο γονιός απαντά: <Σε πλήγωσε πραγματικά που σε αποκάλεσε με αυτό τον τρόπο>».
Και συνεχίζει: «Ο συγκεκριμένος γονιός δεν υποτιμά το συναίσθημα του παιδιού του. Αντιθέτως, το ακούει, το συναισθάνεται και το καθρεφτίζει, προσπαθεί να βρει το μήνυμα που κρύβεται πίσω από αυτό, έτσι ώστε να δημιουργήσει μία γέφυρα επικοινωνίας. Με την ενεργητική ακρόαση το παιδί νιώθει ότι το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, ότι το ακούν. Επίσης, κατορθώνει να αυξήσει την αυτοεκτίμηση του, εφόσον νιώθει ότι οι γονείς του το σέβονται και του έχουν εμπιστοσύνη πως μπορεί να λύσει μόνο του τα προβλήματα του».
Επίσης, υποστηρίζεται (Gordon, 1994) ότι η ενεργητική ακρόαση βοηθά τα παιδιά να φοβούνται λιγότερο τα αρνητικά συναισθήματα. Όταν ο ίδιος ο γονέας με την στάση του δείχνει ότι αποδέχεται τα συναισθήματα του παιδιού, βοηθάει και το παιδί με τη σειρά του να τα αποδεχτεί. Το μήνυμα που μεταδίδει είναι ότι δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» συναισθήματα, αλλά ότι όλα τα συναισθήματα είναι καλοδεχούμενα.
Η ενεργητική ακρόαση προωθεί μια ζεστή σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού, διευκολύνει το παιδί να λύσει το πρόβλημα, το κάνει να είναι περισσότερο πρόθυμο να ακούσει τις σκέψεις και τις ιδέες των γονιών του και του δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο (Gordon, 1994).
Η τεχνική ενεργητικής ακρόασης ή αντανακλαστικής ακοής δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, κι αυτό γιατί ο γονέας δεν γίνεται εύκολα καλός ακροατής. Χρειάζεται από τους γονείς άσκηση, χρόνο και επιμονή. Χρειάζεται άσκηση ακόμη και στην «ανάγνωση των συναισθημάτων», η οποία φαίνεται απλή μα συνήθως δεν είναι, τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς την ένταση. Πολύ συχνά δεν κατανοούμε τα πραγματικά συναισθήματα των ατόμων που έχουμε απέναντί μας. Για παράδειγμα, ο θυμός συγχέεται με το φόβο ή με την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια, η αποθάρρυνση με τη θλίψη και την αμηχανία ή την ενοχή, ο εκνευρισμός με την ταπείνωση και την απόρριψη ή το αίσθημα αδικίας. Και αντίστοιχα, η χαρά μπορεί να μπερδευτεί με την παραδοχή και την εκτίμηση ή την ευγνωμοσύνη, η ευχαρίστηση με τη συγκίνηση και την ενθάρρυνση την περηφάνια, η ανακούφιση με την ικανοποίηση και την εμπιστοσύνη στον εαυτό κ.α. Ακόμη ο γονιός θα πρέπει, όταν κρίνεται απαραίτητο, να είναι σε θέση να παίρνει την απαιτούμενη απόσταση από το παιδί του για να βλέπει και να ακούει καθαρά τα μηνύματα που του στέλνει. Χρειάζεται να μπορεί να περιμένει. Εφόσον δεσμευτεί να εφαρμόζει με συνέπεια την παραπάνω τεχνική, θα πρέπει να περιμένει το παιδί να ανταποκριθεί. Βέβαια δεν ανταποκρίνονται όλα τα παιδιά το ίδιο, με άλλα γίνεται νωρίτερα και με άλλα αργότερα. Τέλος, οι γονείς χρειάζεται να είναι προσεκτικοί, ώστε να μη γίνεται κατάχρηση της συγκεκριμένης τεχνικής (Παππά, 2006).
Η ενεργητική ακρόαση χαρακτηρίζεται από γνήσια κατανόηση και πραγματοποιείται όχι μόνο μέσω του αυτιού, αλλά και μέσω της όρασης και όλων των αισθήσεων γενικά (Μπρούζος, 1998). Πολύ συχνά οι γονείς δυσκολεύονται με τα αρνητικά συναισθήματα των παιδιών τους, γιατί τους προκαλούν δυσφορία και αναστάτωση, ενώ, αντιθέτως, τα θετικά συναισθήματα είναι καλοδεχούμενα και απολύτως επιθυμητά. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γονείς τις περισσότερες φορές ταυτίζονται με τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να νιώθουν αυτό ακριβώς που νιώθουν κι εκείνα και ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι οι γονείς να ακούν τα παιδιά τους και να τα συναισθάνονται, όχι ταυτιζόμενοι μαζί τους αλλά απλώς μεταφερόμενοι στη θέση τους. Γιατί «ενσυναίσθηση» σημαίνει αυτό ακριβώς: «μεταφέρομαι στη θέση του άλλου και βλέπω τον κόσμο με τα δικά του μάτια, χωρίς ωστόσο να χάσω την επαφή με τη δική μου πραγματικότητα» (Μπρούζος, 1998, σ. 207).